Από το Θέατρο στο Εκπαιδευτικό Δράμα

Της Μαρίας Καγιαβή
Εργαστήρι Θεάτρου για παιδιά και νέους~42011-290-1(1)Μια από της τεχνικές που έχει χρησιμοποιηθεί από αρχαιοτάτων χρόνων για διδακτικούς σκοπούς, είναι η μιμική και η μεταμόρφωση, σαν έμφυτες ικανότητες του ανθρώπου να εκφράσει τα ερεθίσματα και τις εντυπώσεις που του προκαλεί ο γύρω κόσμος. Αυτές τις ικανότητες παρατηρούμε μέχρι σήμερα, στα πρώτα μετά-βρεφικά χρόνια των παιδιών, τα οποία, μέσα από το παιχνίδι της αναπαράστασης επιδιώκουν να γνωρίσουν τον κόσμο τους. Και στα ζώα όμως, παρατηρούμε ότι με την μίμηση, προσπαθούν να «μάθουν» στους απογόνους τους όλα αυτά που είναι απαραίτητα για την επιβίωση τους. Καθώς η ανθρωπότητα εξελίσσονταν, οι ικανότητες αυτές γέννησαν το θέατρο, σε μια προσπάθεια τόσο οι παρακολουθούντες όσο και οι συμμετέχοντες, να διδαχθούν από τα βάσανα των ηρώων-βασιλέων (αρχαία τραγωδία), τα θεία πάθη (θρησκευτικό δράμα) ή ακόμα και από τα παθήματα των αστείων καθημερινών πρωταγωνιστών (λαϊκά δρώμενα, πανηγυρικές τελετές κλπ). Μέχρι σήμερα το θέατρο χρησιμοποιείται για εκπαιδευτικούς σκοπούς, κυρίως μέσα από το ανέβασμα σχολικών παραστάσεων και έχοντας πολλαπλούς στόχους, ανάμεσα στους οποίους και η εξοικείωση των μαθητών με την δραματική τέχνη. Στοιχεία της θεατρικής τέχνης, χρησιμοποιούν επίσης και οι εκπαιδευτές ενηλίκων, όταν εφαρμόζουν τις διδακτικές τεχνικές του «παιχνιδιού … ρόλων» και της «προσομοίωσης».
Τη δεκαετία του 1910-20 η Harriet Finlay Jhonson, στην Αγγλία, είναι «η πρώτη παιδαγωγός που χρησιμοποιεί δραματικές μεθόδους διδασκαλίας στο πλαίσιο της σχολικής τάξης». Από τα μέσα του 20ου αιώνα, το «Εκπαιδευτικό Δράμα» (Ε.Δ), μια τεχνική που «σχετίζεται με όλες τις μορφές του δράματος και στοχεύει σε κάποιο εκπαιδευτικό αποτέλεσμα»(Μέγα 1990,σελ.22), μπαίνει στο επίσημο σχολείο και αρχίζει να χρησιμοποιείται για διδακτικούς σκοπούς, κυρίως στην Αγγλία και την Ουαλία. Από τότε, το Ε.Δ. χρησιμοποιείται αρκετά στο εξωτερικό σε σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε μη κυβερνητικές οργανώσεις που δουλεύουν με παιδιά και ενήλικες, καθώς και σε φορείς που ασχολούνται με θέματα αλλαγής στάσεων και διαχείρισης συναισθημάτων. Για να μπορέσει όμως το Ε.Δ, να εξελιχθεί και να διαμορφωθεί σε αυτό πού είναι και εφαρμόζεται σήμερα, χρειάστηκε να διανύσει έναν μακρύ δρόμο συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, ανάμεσα στους επιστήμονες που το εκπροσωπούν.
Οι απαρχές του «Δράματος» που ετυμολογικά προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «Δράω-Δρώ» που σημαίνει πράττω  φαίνεται να τοποθετούνται στην Αρχαία Ελλάδα. Στην Μ.Βρετανία όμως, κατόρθωσε να ξεφύγει από την σκηνή του θεάτρου και να μπει στα σχολεία, με στόχο να προβληματίσει σε θέματα ζωής, να ενθαρρύνει την μελέτη θεατρικών κειμένων, κυρίως όμως να γεφυρώσει τις υπάρχουσες ανάγκες των μαθητών με την προσφερόμενη διδασκαλία. Η διάκριση μάλιστα του «Δράματος» από το «Θέατρο», αποτέλεσε τον άξονα πάνω στον οποίο κινήθηκε η ιστορία και η εξέλιξη του Εκπαιδευτικού Δράματος, δημιουργώντας κατά καιρούς έντονες διαμάχες. Διαμάχες όμως που αποδείχθηκαν γόνιμες, καθώς τροφοδότησαν την θεωρία και την πράξη του, οδηγώντας το σε νέες μορφές εφαρμογής και δημιουργίας.
Οι ρίζες του Ε.Δ μπορούν να αναζητηθούν στο «Θέατρο του Καταπιεσμένου» του Βραζιλιάνου Augusto Boal, ο οποίος το 1955 αρχίζει να σκηνοθετεί και να διευθύνει το θέατρο «Arena» στο Sao Paulo. Επηρεασμένος φιλοσοφικά και πολιτικά από το βιβλίο του συμπατριώτη του Paulo Freire «Η Παιδαγωγική του Καταπιεσμένου», επιχειρεί να μετατρέψει το πεδίο εφαρμογής της φιλοσοφικής θεωρίας του Freire, δημιουργώντας το «Θέατρο της Αγοράς». Έτσι η «παιδαγωγική» γίνεται «θέατρο», ο «ενεργός μαθητής» γίνεται «ενεργός θεατής» ενώ σπάει ο αόρατος τοίχος μεταξύ «σκηνής» και «πλατείας», όπως και ανάμεσα στην «έδρα» και το «θρανίο». Κατά τα χρόνια της εξορίας του, ο A.Boal, βρίσκεται σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, ψάχνοντας νέους τρόπους έκφρασης και προσέγγισης ενός συχνά εξαθλιωμένου και τρομαγμένου κοινού. Με τον τρόπο εργασίας του ο Boal, προσπαθεί να εξερευνήσει το δυναμικό της δραματικής πράξης, με στόχο να απελευθερώσει το άτομο από την καταπίεση που νοιώθει από τους φόβους του, τις δυσκολίες επικοινωνίας με τους γύρω του, καθώς και τις συνθήκες του περιβάλλοντος του (Άλκηστις 2000, σελ.29). Περνώντας ο Boal στην Πορτογαλία και αργότερα στην Γαλλία, όπου εγκαθίσταται για δέκα χρόνια, ιδρύει το «Κέντρο Θεάτρου των Καταπιεσμένων», επηρεάζοντας τελικά ολόκληρη την Ευρώπη.
Παράλληλα στην Αγγλία, από τα μέσα του 20ου αιώνα, αναπτύσσεται το εκπαιδευτικό κίνημα της «Νέας ή Προοδευτικής Αγωγής», το οποίο ασκεί έντονη κριτική στο σχολείο και θέτει ζητήματα «επιφανειακότητας» της γνώσης και αυταρχισμού της διδασκαλίας. Μέσα σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο, ιδρύεται το 1943 η «Εταιρεία της Δραματικής Τέχνης»(Drama Association) και ο Peter Slade, Άγγλος θεατράνθρωπος και παιδαγωγός, αναλαμβάνει σύμβουλος. Το 1944 σε επίσημη πράξη για την Παιδεία, αναφέρεται το Ε.Δ, ως «το κλειδί στην κοινωνική, ηθική ανάπτυξη και καλλιέργεια της φαντασίας του παιδιού της νέας εποχής». Το 1948 μάλιστα, γίνεται στο Λονδίνο το συνέδριο Drama in Education, όπου αναγνωρίζεται η «σημαντικότητα της Δραματικής Τέχνης στην εκπαίδευση».
Το 1967ο B.Way με το βιβλίο του «Development through Drama» συνεχίζει τον δρόμο του Slade και επιχειρεί για πρώτη φορά έναν επίσημο διαχωρισμό του δράματος από το θέατρο, αποκόπτοντας το ένα από το άλλο και θεωρώντας τα αντίθετα. Διατυπώνει δε παράλληλα την άποψη, ότι σημασία δεν έχει η επικοινωνία με το κοινό-την οποία προωθεί το θέατρο-αλλά η εμπειρία αυτών που συμμετέχουν στην διαδικασία, όπως γίνεται με το δράμα.
Το 1970, η Dorothy Heathcote, στηριζόμενη στο μοντέλο ανάπτυξης του Vygotsky, προτείνει για πρώτη φορά το Δράμα σαν τρόπο μάθησης, τονίζοντας τον χαρακτήρα «παιχνιδιού» που έχει, καθώς και το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτό μαθαίνεται. Μαζί με τον Gavin Bolton προτείνουν ένα «διαλεκτικό» είδος δράματος, το οποίο αφενός μεν επιτρέπει την «υποταγή» στην εμπειρία και αφετέρου επιβάλει την απόσταση από την εμπειρία, οδηγώντας στον στοχασμό. Ο δάσκαλος για πρώτη φορά μπαίνει σε «ρόλο», όχι για να δείξει πόσο καλός ηθοποιός είναι, αλλά προκειμένου να θέσει ένα πρότυπο. Έτσι, γίνεται καθοδηγητής της διαδικασίας ή όπως χαρακτηριστικά λέει η Heathcote ο «σύντροφος καλλιτέχνης».
Την δεκαετία του 1980, επιχειρείται μια συστηματική προσπάθεια διαχωρισμού του δράματος από το θέατρο, ενώ το 1991 ο D. Hornbook ασκεί έντονη κριτική στο Ε.Δ, κατηγορώντας το ότι προωθεί τον ατομισμό και οδηγεί στην απομόνωση από τις άλλες τέχνες. Την δεκαετία όμως του 1990, τόσο η C.O΄Neill όσο και ο M. Fleming, υπερασπίζονται το Εκπαιδευτικό Δράμα, ανανεώνοντας ταυτόχρονα την θεωρία και πρακτική του και ενισχύοντας τον θεατρικό του προσανατολισμό. Σήμερα, η άποψη που φαίνεται να επικρατεί είναι αυτή του θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Geoff Gillham, ότι:«το δράμα και το θέατρο σε παιδαγωγικό πλαίσιο δεν είναι συνώνυμα αλλά ούτε και διαχωρισμένα. Η διαφορά τους βρίσκεται στον προσανατολισμό τους. Το πρώτο (δράμα) προσανατολίζεται προς την μάθηση και το δεύτερο (θέατρο) προς την παράσταση».
Μέσα από αυτές τις έντονες θεωρητικές αντιπαραθέσεις και τεχνικές αναζητήσεις, προέκυψε το «Εκπαιδευτικό Δράμα» (μετάφραση του όρου «Drama in Education») που σήμερα χρησιμοποιείται και που ορίζεται σαν: «μια δομημένη παιδαγωγική διαδικασία, η οποία υιοθετεί την θεατρική φόρμα-δηλαδή τις τεχνικές και τα εργαλεία της δραματικής τέχνης-με σκοπό την προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη των συμμετεχόντων, καθώς και την αποτελεσματικότερη αφομοίωση της γνώσης μέσα στο κοινωνικό της πλαίσιο». Κατά την εφαρμογή του μάλιστα, έμφαση δίνεται στην διαδικασία και όχι στο τελικό αποτέλεσμα-δηλαδή την «παράσταση»-που θα παρουσιαστεί σε τρίτους. Ο όρος εξάλλου «Δράμα», αναφέρεται στην δράση που συμβαίνει στο εδώ και τώρα και όχι στον χρόνο προετοιμασίας κάποιου δρώμενου. Χωρίς βέβαια η θεατρική παράσταση να αποκλείεται, δεν αποτελεί ωστόσο προϋπόθεση ή βασικό του στόχο, λειτουργώντας με έναν μάλλον «συμπληρωματικό» τρόπο προς το Εκπαιδευτικό Δράμα.
Στην Ελλάδα η δραματική διαδικασία στην εκπαίδευση, «δεν είχε καμία σχέση με τον τρόπο που αναπτύχθηκε στον αγγλοσαξονικό χώρο». Τα τελευταία όμως χρόνια, το «δράμα» ή η «δραματοποίηση», άρχισαν να χρησιμοποιούνται σαν παιδαγωγικά εργαλεία, ενώ αναφέρονται εκτεταμένα στην βιβλιογραφία, από παιδαγωγούς, ερευνητές και πανεπιστημιακούς, όπως η Άλκηστις, ο Κουρετζής, ο Μουδατσάκις κλπ.
Το Ε.Δ, αποτελεί στην ουσία μια κοινωνική μορφή τέχνης. Σαν κύρια χαρακτηριστικά του θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι:
 στηρίζεται στην βιωματική εμπειρία, προχωρώντας όμως βαθύτερα,
 στην συνειδητοποίηση αυτής της εμπειρίας,
 θέτοντας προβληματισμούς και
 δημιουργώντας την ανάγκη «λύσεων», ενώ
 δραστηριοποιεί τους εκπαιδευομένους,
 οδηγώντας τους στην βιωματική γνώση
 επιτυγχάνοντας τελικά την μάθηση
Παράλληλα,
 ευνοεί την συνεργασία και την αλληλεπίδραση, καθώς οι συμμετέχοντες:
 εργάζονται ομαδικά και αποκτούν
 συλλογική ευθύνη απέναντι στην πορεία της μάθησης τους . Με τον τρόπο αυτό,
 ενισχύεται η αυτό-έκφραση,
 μεταλλάσσεται η σχέση με τον εαυτό και τους άλλους(Άλκηστις 1998.σελ.28)
 οι άνθρωποι ευαισθητοποιούνται απέναντι στους συνανθρώπους τους και προάγεται η αυτογνωσία.
Αλλά και ο ίδιος ο χώρος της τάξης αλλάζει και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μουδατσάκις «αποψιλούται, αποκτά μηδενική σημασία». Η τάξη γίνεται «σκηνή που ερμηνεύονται καταστάσεις και βιώνονται εκπαιδευτικές στιγμές». Έτσι όμως. αλλάζουν και οι κώδικες συμπεριφοράς, καταργούνται τα στεγανά στην επικοινωνία, οξύνεται η δημιουργικότητα, ευνοείται η ένταξη στην ομάδα και «το κλίμα από ανταγωνιστικό μεταμορφώνεται σε συναγωνιστικό». Παράλληλα, διαφοροποιείται και η θέση του δασκάλου-εκπαιδευτή, καθώς είναι αυτός που συντονίζει, ρυθμίζει, προτρέπει αλλά δεν επεμβαίνει. Αντίθετα, γίνεται οδηγός-εμψυχωτής, βοηθώντας τους συμμετέχοντες να φτάσουν «στο κέντρο της εκπαιδευτικής πράξης», εμπλέκοντας τους τελικά και συναισθηματικά στην διαδικασία της μάθησης.

About Anna's Pappa blog

Διαχειρίστρια του Anna's Pappa blog. Το ιστολόγιο που θέλει να γίνει ένας τόπος συνάντησης παιδιών, δασκάλων και γονέων. Ήμουν δασκάλα στο 18ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης και συγγραφέας παιδαγωγικών. Όλα τα χρόνια στην εκπαίδευση δίδαξα διαθεματικά και διεπιστημονικά. Πιστεύω μου είναι ότι όλα τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να μάθουν πώς να μαθαίνουν και να αποκτούν δεξιότητες. Τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια διαρκούν μια ολόκληρη ζωή!!
This entry was posted in πρόταση, τέχνη, εκπαιδευτικά άρθρα and tagged , , , . Bookmark the permalink.

2 Responses to Από το Θέατρο στο Εκπαιδευτικό Δράμα

  1. Ο/Η Thaleia Kallianta λέει:

    Πολύ όμορφα τα παραπάνω και χαίρομαι ιδιαίτερα που διαβάζω μετά από καιρό μια τέτοια αναφορά στα ελληνικά! Ωστόσο, θα ήταν καλό να προστεθούν και νεότεροι Έλληνες παιδαγωγοί (Α. Αβδή, Κ. Αμοιρόπουλος, Χρ. Βασιλοπούλου, Ε. Καμπέρη, Χρ. Παπαστάθη, Π. Στεφανίδου, Μ. Χατζηγεωργίου κ.α.) που έχουν ασχοληθεί καθαρά με το Εκπαιδευτικό Δράμα, αλλά και φορείς που έχουν συμβάλει αποφασιστικά όπως ο Πανελλήνιος Σύλλογος Εκπαιδευτικού Δράματος (δεν υφίσταται πλέον), που στο παρελθόν έκανε πολύ σημαντική δουλειά γύρω από το συγκεκριμένο αντικείμενο και την προώθησή του στην Ελληνική Εκπαίδευση (τυπική και άτυπη), το Μουσείο Ελληνικής Παιδικής Τέχνης με τα σεμινάρια που έκανε και σήμερα κυρίως το Εργαστήρι του Θεάτρου Πόρτα, οι Δια-δρο-μές κ.α.

  2. Ο/Η Thaleia Kallianta λέει:

    Επίσης, το Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευση και πολλοί παιδαγωγοί που δραστηριοποιούνται σ’ αυτό έχουν παίξει σημαντικό ρόλο.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.